ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (κατά Λουκάν η΄ 41-56)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ᾧ ὄνομα ᾽Ιάειρος, (καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε), καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾽Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὐτὴ ἀπέθνῃσκεν. ᾽Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις εἰς ἰατροὺς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον, οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾽ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς΄ Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων δὲ πάντων, εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ μετ’αὐτοῦ΄ ᾽Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσίν σε καὶ ἀποθλίβουσιν, καὶ λέγεις, Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Ἥψατό μού τις, ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾽ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθεν καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾽ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ, ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ΄ Θυγάτηρ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ΄ Ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου΄ μὴ σκύλλε τὸν Διδάσκαλον. Ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ, λἐγων΄ Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα, εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾽Ιάκωβον καὶ Ἰωάννην καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπεν΄ Μὴ κλαίετε, οὐ γὰρ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας, καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησεν λέγων΄ ῾Η παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα΄ καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εκείνο τον καιρό ήρθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήταν και άρχοντας της συναγωγής. Και αφού έπεσεν στα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβεί στο σπίτι του, διότι η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήταν ετοιμοθάνατη.
Καθώς δε ο Ιησούς πήγαινε στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον πίεζαν με τον συνωστισμό τους. Και μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμορραγία και η οποία είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της στους γιατρούς, χωρίς να μπορέσει να θεραπευθεί από κανένα, πλησίασε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη από το ιμάτιό του και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Και είπε ο Ιησούς· “ποιος είναι αυτός, που με άγγιξε;”
Επειδή δε όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος και οι μαθητές που ήταν μαζί του: “Διδάσκαλε, τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιος με άγγιξε;”
Ο δε Ιησούς είπε: “Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμη θαυματουργική βγήκε από εμένα”. Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν ξέφυγε από την προσοχή του Ιησού, τρέμουσα από φόβο και ευλάβεια ήρθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε σ’αυτόν και εμπρός εις όλο το πλήθος την αιτία, για την οποίαν τον άγγιξε , όπως επίσης και το γεγονός, ότι θεραπεύθηκε αμέσως.
Ο δε Ιησούς της είπε: “Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έχει σώσει· πήγαινε εν ειρήνη”. Ενώ δε αυτός ακόμη μιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του λέει, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις σε κόπο τον διδάσκαλο”.
Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδηση, είπε στον αρχισυνάγωγο: “Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε και θα σωθεί η κόρη σου”. Όταν δε ήρθε στο σπίτι, δεν άφησε κανένα να μπει, παρά μόνον τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα. Έκλαιγαν δε όλοι και οδυρόμενοι κτυπούσαν τα κεφάλια και τα στήθη τους για τη νεκρή.
Ο δε Ιησούς είπε: “Μη κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”. Και τον περιγελούσαν, διότι ήξεραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει. Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων: “Κόρη, σήκω επάνω”.
Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάει. Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε σε αυτούς να μη πουν σε κανέναν το γεγονός.